Σουλτάνα-Μαρία Βαλαμώτη

Τα πιο παλιά ρεβίθια που χρησιμοποίησαν οι προΪστορικοί άνθρωποι για φαγητό έχουν βρεθεί στην βορειοδυτική Συρία και είναι 10.000 ετών. Ωστόσο στην Ελλάδα το ρεβίθι δεν φαίνεται να αποτελεί βασικό συστατικό της διατροφής των προϊστορικών κατοίκων καθώς ελάχιστα είναι τα κατάλοιπα των καμένων σπόρων από θέσεις της Νεολιθικής και της Εποχής του Χαλκού. Δεν αποκλείεται αυτό το όσπριο είτε να μην άρεσε γευστικά ή να μην κατάφερε να προσαρμοστεί στις νέες περιβαλλοντικές συνθήκες της νοτιοανατολικής Ευρώπης, για μεγάλο χρονικό διάστημα από την εμφάνιση της γεωργίας στην περιοχή.Στα ιστορικά χρόνια το ρεβίθι κάνει αισθητή την παρουσία του στο αρχαιοβοτανικό υλικό των ιστορικών χρόνων, για παράδειγμα μία συγκέντρωσή του έχει βρεθεί απανθρακωμένη στην Ακρόπολη της Βεργίνας (2ος – 1ος αιώνας π.Χ.).

Σε αντίθεση με τους σχεδόν απόντες σπόρους του ρεβιθιού στην προϊστορική περίοδο, στα ιστορικά χρόνια, ο ερέβινθος, όπως είναι το όνομά του, απαντά πολύ συχνά στα αρχαία ελληνικά κείμενα από πολύ νωρίς. Τη συναντάμε ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ., στα έπη του Ομήρου όπου αναφέρεται μαζί με το κουκί σε μια παρομοίωση. Το ρεβίθι το αναφέρει επίσης η ποιήτρια Σαπφώ (7ος-6ος αιώνας π.Χ.) που μας δίνει την εικόνα του ‘χρυσού ρεβιθιού’ και ο ποιητής-φιλόσοφος Ξενοφάνης (6ος -5ος αιώνας π.Χ.) που δίνει την εικόνα κάποιου που πίνει γλυκό κρασί πλάι στη φωτιά τρώγοντας ρεβίθια. Στην αρχαία κωμωδία συναντάμε συχνές αναφορές στο ρεβίθι, κάτι που δηλώνει ότι ήταν ένα σύνηθες τρόφιμο, μάλιστα φαίνεται ότι ήταν το φαγητό των φτωχών, για παράδειγμα στις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη (5ος -4ος αιώνας π.Χ.). Τα ρεβίθια τρώγονταν ως σνάκ (τραγήματα), συνοδευτικά του κρασιού, όταν ακόμη ήταν πράσινα και τρυφερά, αλλά τα έβραζαν ή τα καβούρδιζαν όταν είχαν ωριμάσει, όπως αναφέρει ο Φαινίας (4ος αιώνας π.Χ.). Ο Αρχέστρατος (4ος αιώνας π.Χ.) δεν φαίνεται να τα είχε περί πολλού ως συστατικό.

Στα Ιπποκρατικά κείμενα (5ος – 4ος αιώνας π.Χ.) τα ρεβίθια κατέχουν σημαντική θέση καθώς θεωρούνται διουρητικά, καθαρτικά και θρεπτικά. Γίνεται μάλιστα αναφορά στα λευκά ρεβίθια ως κατάλληλα συστατικά για συγκεκριμένα φαρμακευτικά σκευάσματα. Φαίνεται ότι υπήρχε μία σημαντική ποικιλία στα ρεβίθια που καλλιεργούνταν στην αρχαιότητα, όπως μας πληροφορεί ο Θεόφραστος (4ος – 3ος αιώνας π.Χ.): υπάρχουν τα ρεβίθια που είναι μεγάλα και λέγονται ‘κριάρια’, άλλα που είναι πολύ μικρά σα ρόβη, άλλα που βρίσκονται στο ενδιάμεσο. Ο ίδιος μας πληροφορεί ότι τα λευκά ρεβίθια ήταν τα πιο νόστιμα σε σχέση με τα μαύρα και τα κόκκινα, αποκαλύπτοντας έτσι έναν τεράστιο πλούτο ποικιλιών ρεβιθιού στην αρχαιότητα, με την κάθε ποικιλία να είναι κατάλληλη για διαφορετικές χρήσεις.

Σήμερα τα ρεβίθια συνεχίζουν να αποτελούν ένα αγαπητό πιάτο της ελληνικής κουζίνας, και μάλιστα σε ορισμένα θρησκευτικά πανηγύρια (Σίφνος, Αμοργός) αποτελούν το πανηγυριώτικο γεύμα, σιγομαγειρεμένα για να φαγωθούν από όλους τους προσκυνητές που συμμετέχουν. Συνήθειες της αρχαιότητας όπως η κατανάλωση καβουρδισμένων ρεβιθιών ως σνακ συνεχίζουν και σήμερα με τα περίφημα στραγάλια ενώ στην ύπαιθρο όσοι τα καλλιεργούν γεύονται τον μεζέ των γλυκών, χλωρών ακόμη ρεβιθιών, ένα έδεσμα που καταγράφεται ήδη από τον 4ο αιώνα π.Χ.