Σουλτάνα Μαρία Βαλαμώτη
Στα τελευταία 10.000 χρόνια η δρυς αποτελεί συστατικό της χλωρίδας της Ελλάδας, με ένα μεγάλο αριθμό ειδών όπως αποκαλύπτουν τα διαγράμματα γύρης. Ο καρπός της βελανιδιάς είναι βρώσιμος και τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι οι γεωργοί της Νεολιθικής και της Εποχής του Χαλκού συνέλεγαν βελανίδια και τα αποθήκευαν στους οικισμούς τους, κυρίως στη βόρεια Ελλάδα. Υπάρχουν πολλά είδη βελανιδιάς και δε δίνουν όλες οι βελανιδιές γλυκά βελανίδια, αυτά που ήταν τα πιο επιθυμητά για τους ανθρώπους που έζησαν στο παρελθόν. Ωστόσο, ακόμη και τα πικρά βελανίδια μπορούν να απαλλαγούν από τις δυσάρεστες ταννίνες τους με κατάλληλη επεξεργασία. Άλλωστε αν μεταφερθούμε στην Καλιφόρνια της Αμερικής θα διαπιστώσουμε ότι τα βελανίδια αποτελούσαν βασικό διατροφικό συστατικό ορισμένων πληθυσμών που κατοικούν εκεί. Στην αρχαία Ελλάδα τα βελανίδια, παρά το γεγονός ότι παραπέμπουν σε ένα αυτοφυές είδος δέντρου, ήταν γνωστά ως τρόφιμο. Μάλιστα, σε κείμενα που αναφέρονται στις βελανιδιές μαζί με άλλα δέντρα της αυτοφυούς βλάστησης, γίνεται διάκριση ανάμεσα στην άγρια και την ήμερη βελανιδιά, για παράδειγμα στο έργο του Θεόφραστου (4ος -3ος αιώνας π.Χ.), Περί φυτών ιστορίαι, γίνεται αυτή η διάκριση, βασισμένη κυρίως στη γλυκύτητα των βελανιδιών της ήμερης. Μάλιστα στο ίδιο έργο αναφέρεται η ύπαρξη δέντρων ήμερης που έδιναν πικρά βελανίδια καθώς η ύπαρξη διαφόρων ειδών βελανιδιών με βάση το μέγεθος, το σχήμα και το χρώμα των βελανιδιών.
Αυτό δηλώνει ότι στην αρχαία Ελλάδα ήταν γνωστό ένα είδος βελανιδιάς που χαρακτηριζόταν ως ήμερη και έδινε γλυκά βελανίδια κάτι που υποδηλώνει ότι γνώριζαν τη γεύση τους και ότι οι καρποί της ήταν βρώσιμοι. Τα βελανίδια αν και όχι συχνά, συγκαταλέγονται σε καταλόγους τροφίμων όπως διαπιστώνουμε σε ένα απόσπασμα του Άλεξι (4ος -3ος αιώνας π.Χ.) όπου τα βελανίδια αναφέρονται μαζί με διάφορα όσπρια, βολβούς, ξερά σύκα κ.ά. Στην Πολιτεία του Πλάτωνα (5ος-4ος αιώνας π.Χ.) συναντάμε τα βελανίδια ως τραγήματα συνοδευτικά του οίνου, μαζί με άλλα φαγάκια, φαίνεται μάλιστα ότι τα βελανίδια τα καβούρδιζαν στη στάχτη πριν τα φάνε, σιγοπίνοντας. Στα ιπποκρατικά κείμενα γίνεται αναφορά στις γευστικές ιδιότητες των βελανιδιών τα οποία χαρακτηρίζονται ως ‘στυπτικά’, λιγότερο όταν είναι ψημένα ενώ αλλού συναντάμε την πληροφορία ότι τα βελανίδια όταν παλιώσουν, είναι πιο πικρά. Στην πικρή γεύση των βελανιδιών κάνει αναφορά και ο Θεόφραστος στο Περί φυτών αιτίαι. τα Αργοναυτικά του Απολλώνιου του Ρόδιου (3ος αιώνας π.Χ.) τα βελανίδια αναφέρονται ως το φαγητό των Αρκάδων στις πολύ παλιές εποχές, πριν ακόμη γεννηθεί η σελήνη. Τα συναντάμε επίσης στα αρχαία κείμενα και ως ζωοτροφή για χοίρους, μάλιστα ήταν ένας από τους καρπούς που τάισε η Κίρκη στους συντρόφους του Οδυσσέα, όταν τους μεταμόρφωσε σε χοίρους (Όμηρος, Οδύσσεια, 8ος αιώνας π.Χ).
Σήμερα αν ρωτήσει κανείς στην ύπαιθρο θα πάρει την απάντηση ότι τα βελανίδια τρώγονταν μόνο από ανάγκη στο πρόσφατο παρελθόν. Τα συναντάμε ως συστατικό μιας συνταγής ψωμιού από την Κρήτη. Δεν αποτελούν συστατικό της παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας σήμερα. Ωστόσο θα βρούμε τον πανάρχαιο αυτό εδώδιμο καρπό να αποτελεί το κύριο συστατικό μιας σειράς προϊόντων που παράγονται στο νησί Κέα. Εκεί, με έμπνευση από την Καλιφόρνια όπου το βελανίδι έθρεψε γενιές των πρώτων λαών που κατοίκησαν την αμερικανική ήπειρο, συλλέγονται τα βελανίδια του νησιού και μετά από μία χρονοβόρα, πολύπλοκη επεξεργασία ξεπικρίσματος, μετατρέπονται σε βρώσιμο αλεύρι και νόστιμα μπισκοτάκια, σε μια fusion συνταγή όπου μία πρακτική του Νέου Κόσμου συναντά τις πανάρχαιες συνταγές των Αρκάδων και των νεολιθικών κατοίκων της βόρειας Ελλάδας.