Σουλτάνα-Μαρία Βαλαμώτη
Αν και οι χιλιετίες της Νεολιθικής Περιόδου περιλαμβάνουν μία ποικιλία από φρούτα όπως τα σταφύλια, τα σύκα, τα βατόμουρα, τα άγρια αχλάδια και άλλα, η ροδιά αργεί να κάνει την εμφάνισή της στο τοπίο και τους οπωρώνες της προϊστορικής Ελλάδας. Την συναντάμε σποραδικά στην Εποχή του Χαλκού στη νότια Ελλάδα, για παράδειγμα στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης έχει βρεθεί ξύλο ροδιάς. Κατά πάσα πιθανότητα φτάνει στο Αιγαίο από περιοχές νότια της Κασπίας Θάλασσας μέσα από δίκτυα επαφών. Στην Οδύσσεια (8ος αιώνας π.Χ.) η ροδιά αναφέρεται ως ένα από τα δέντρα που καλλιεργούνται στα περιβόλια του Αλκίνοου μαζί με άλλα δέντρα όπως ελιές, συκιές, αχλαδιές, μηλιές και αμπέλια. Ο Όμηρος την αναφέρει επίσης ως ένα από τα δέντρα που φύονταν στο περιβόλι του Κάτω Κόσμου όπου βασανιζόταν ο Τάνταλος. Ο καρπός της ροδιάς συνδέει με κάποιο τρόπο τον κάτω κόσμο με τον κόσμο των ζώντων καθώς σύμφωνα με τον Ομηρικό Ύμνο στη Δήμητρα, ο Πλούτωνας πριν αποχαιρετίσει την Περσεφόνη της έδωσε να δοκιμάσει τον γλυκό σα μέλι κόκκο της ροδιάς ώστε να διασφαλίσει την επιστροφή της στον Άδη. Μετά τον Όμηρο, μόνο στον Αισχύλο (6ος -5ος αιώνας π.Χ.) βρίσκουμε την αναφορά του ροδιού στα αρχαία κείμενα, ωστόσο, από τον 5ο αιώνα π.Χ. και μετά, βρίσκουμε συχνές αναφορές στη ροδιά και τα ρόδια, κυρίως σε σχέση με τις θεραπευτικές ιδιότητες του καρπού και της φλούδας του. Αν και η γεύση του ροδιού αναφέρεται ως γλυκιά σα μέλι, όπως είδαμε σε σχέση με το ρόδι που γεύτηκε η Περσεφόνη, η μεταγενέστερη αναφορά από τον Αισχύλο την περιγράφει ως γλυκόξινη. Είναι πολύ πιθανό ότι ήδη από την αρχαιότητα υπήρχαν διαφορετικές ποικιλίες ροδιού, όπως και σήμερα, άλλες πολύ γλυκιές και άλλες γλυκόξινες. Κάτι τέτοιο είναι πολύ πιθανό να συνέβαινε στην αρχαιότητα και με τα ρόδια, όπως είναι γνωστό για άλλες καλλιέργειες, δημητριακών και οσπρίων για παράδειγμα.
Συχνή είναι η αναφορά στα ρόδια από τους κωμικούς ποιητές, σε καταλόγους τροφίμων, μάλιστα σε μία αναφορά από τον παρωδό Μάτρωνα (4ος αιώνας π.Χ.), τα ρόδια μαζί με αχλάδια, μήλα και σταφύλια αναφέρονται ως επιδόρπια που τρώγονταν στο τέλος του γεύματος. Πολύ συχνή είναι η αναφορά των ροδιών σε ιατρικές συνταγές που συναντάμε στα Ιπποκρατικά κείμενα. Σε αυτά διακρίνονται και πάλι ρόδια γλυκά, ξινά αλλά και οινώδη. Τα τελευταία ίσως να παραπέμπουν σε ρόδια παραγινωμένα οπότε και θα είχε αρχίσει η αλκοολική ζύμωση των σακχάρων τους, στο εσωτερικό τους.
Σήμερα οι ροδιές συνεχίζουν να ομορφαίνουν τους κήπους στα χωριά αλλά και τα αστικά κέντρα, τόσο κατά την ανθοφορία τους τον Μάιο/Ιούνιο όσο και όταν είναι φορτωμένα με τον καρπό τους, το φθινόπωρο. Διάφορες ποικιλίες ροδιών καλλιεργούνται συστηματικά τα τελευταία χρόνια και το προϊόν τους μεταποιείται σε χυμό που διατίθεται στο εμπόριο. Οι παραδοσιακές συνταγές στις οποίες οι γλυκείς σαν μέλι κόκκοι αποτελούν αναπόσπαστο συστατικό περιλαμβάνουν τη Βαρβάρα, ένα είδος πανσπερμίας, καθώς και τα κόλλυβα, τρόφιμα ειδικών περιστάσεων που συνδέουν τον κόσμο των ζώντων με αυτόν τον νεκρών και του θείου, θυμίζοντας έτσι την πανάρχαιη σύνδεση των δύο κόσμων που επιφέρει ο κόκκος του ροδιού, όταν ο θεός του κάτω κόσμου, ο Πλούτωνας, τον χαρίζει στην Περσεφόνη πριν την επιστροφή της στον κόσμο των ζωντανών από τον Άδη.