Σέρκος Χαρουτουνιάν – Καθηγητής Χημείας στο Εργαστήριο Φυσιολογίας Θρέψεως & Διατροφής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών

Σε όλη τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορικής διαδρομής του Ελληνισμού, ο πρωτογενής τομέας αποτέλεσε σταθερά το μοναδικό μεγάλης κλίμακας παραγωγικό κλάδο της οικονομίας. Η γεωργία είναι διαχρονικά ο κοινός παρονομαστής που διασύνδεσε όλες τις κοινωνίες των εδαφικών επικρατειών που άκμασε ο Ελληνισμός και έχει συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην παραγωγική διάρθρωση των αγροτικών γαιών της χώρας και τη διαμόρφωση του αγροτικού τοπίου.

Η μακροχρόνια αυτή σχέση έχει αποτυπωθεί σε ένα πλήθος καταγραφών που ξεκινούν από τα Ομηρικά έπη και το έργο του Ησιόδου (6ος π.Χ. αιώνας) «Έργα και Ημέρες», για να συστηματοποιηθούν από τον Αριστοτέλη (3ος π.Χ. αιώνας, Περί Ζώων, Περί Ουρανού κλπ) και τον μαθητή του Θεόφραστο (2ος π.Χ. αιώνας, Περί φυτών αιτιών, Περί φυτών ιστορίες). Όχι πολύ αργότερα, τον 3ος μ.Χ. αιώνα ο Αθήναιος στους «Δειπνοσοφιστές» εισήγαγε  την έννοια της ονομασίας προέλευσης στην περιγραφή των εδεσμάτων και των αγροτικών προϊόντων. Η μακρά αυτή παράδοση συνεχίστηκε και στο Βυζάντιο με τα «Γεωπονικά», μια συλλογή 20 βιβλίων που συντάχθηκε τον 10ο αιώνα μ.Χ. με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου.

Η ευελιξία, προσαρμοστικότητα και αποτελεσματικότητα της γεωργίας στο γίγνεσθαι του Ελληνισμού αποδείχθηκαν πολλές φορές στο πέρασμα των αιώνων. Αν και η μετάβαση στη βιομηχανική εποχή μείωσε την οικονομική βαρύτητα του πρωτογενή τομέα και μετατόπισε τον πλούτο προς τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες, ο πρωτογενής τομέας της Ελλάδος ανταποκρίθηκε στα νέα δεδομένα και σύντομα προσανατολίστηκε  προς την παραγωγή νέων προϊόντων-ορόσημων όπως η σταφίδα και το βαμβάκι. Παράλληλα, ενσωμάτωσε και εξέλιξε τα καλλιεργούμενα είδη του Νέου Κόσμου με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον καπνό, ο οποίος στα χώματα της Ελλάδος με τη χρήση παραδοσιακών πρακτικών καλλιέργειας και επεξεργασίας μετεξελίχθηκε σε καπνό ανατολικού τύπου. Στην Ελλάδα, τα λαχανικά και οι καρποί του Νέου Κόσμου σε ένα σύντομο χρονικό ορίζοντα μόλις δύο αιώνων, και τη βοήθεια των παραδοσιακών καλλιεργητικών πρακτικών, βελτιώθηκαν και μετεξελίχθηκαν σε τοπικές ποικιλίες με αποτέλεσμα να ενσωματωθούν στην καθημερινή διατροφή σε βαθμό που σήμερα να θεωρούνται εμβληματικά συστατικά της μεσογειακής διατροφής (ντομάτα-πατάτα). Για κάποια από αυτά, όπως το τοματάκι Σαντορίνης και τις πατάτες Νάξου και Νευροκοπίου, έχει πιστοποιηθεί η Γεωγραφική τους Προέλευση (ως ΠΟΠ ή ΠΓΕ).

Σήμερα, δυο αιώνες μετά τη δημιουργία του νεότερου Ελληνικού κράτους, η γεωργία εξακολουθεί να αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες της οικονομίας και της παράδοσης που διασυνδέει διαχρονικά τις γενιές, αφού η συμμετοχή του πρωτογενούς τομέα και της μεταποίησής του ανέρχεται στο 6,6% του ΑΕΠ της χώρας, έναντι 3,5% του μέσου όρου της ΕΕ. Η σημασία του ρόλου της γεωργίας για την οικονομία της χώρας αναδεικνύεται από το γεγονός ότι η αντίστοιχη τιμή πριν το 2010 ήταν 4,9%. Δηλαδή στα χρόνια της κρίσης η συνεισφορά της γεωργίας στο ΑΕΠ της Ελλάδος αυξήθηκε κατά 35%, αντανακλώντας την ανθεκτικότητα της συμβολής της, η οποία το διάστημα αυτό παρουσίασε σε απόλυτους αριθμούς μικρή αύξηση, τη στιγμή που το ΑΕΠ της χώρας υπέστη σημαντική μείωση. Μεγαλύτερη είναι η συμμετοχή της γεωργίας στην απασχόληση, καθώς στον πρωτογενή τομέα απασχολούνται 465.000 άτομα. Όταν προστεθούν και οι περίπου 120 χιλιάδες εργαζόμενοι στη μεταποίηση των γεωργικών προϊόντων, ο συνολικός αριθμός υπερβαίνει το 15% του εργατικού δυναμικού της χώρας, έναντι 6,6% του μέσου όρου της ΕΕ. 

Όμως, η διατήρηση ή/και η αύξηση της συνεισφοράς της γεωργίας στην Ελληνική οικονομία προϋποθέτει την ανάληψη μιας σημαντικής προσπάθειας για τον εκσυγχρονισμό της. Αυτός θα πρέπει να προέλθει από την υλοποίηση ενός μίγματος πολιτικών που θα περιλαμβάνουν την ενσωμάτωση μιας σειράς σύγχρονων πρακτικών, καινοτομιών και ψηφιακών δυνατοτήτων, σε συνδυασμό με δράσεις που αφορούν την αξιοποίηση ορισμένων παραδοσιακών πλεονεκτημάτων όπως η πλούσια βιοποικιλότητα, η παράδοση και η ιδιαιτερότητα των προϊόντων. Οι πολιτικές αυτές θα πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τις προϋποθέσεις και απαιτήσεις της ΚΑΠ για αύξηση της παραγωγικότητας, σε συνδυασμό με τη βιώσιμη ανάπτυξη και την υιοθέτηση φιλο-περιβαλλοντικών τεχνικών καλλιέργειας και παραγωγής.

Για το σκοπό αυτό είναι πρωταρχικής σημασίας η ορθολογική καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης, σε σχέση με τις προκλήσεις, τα χρόνια προβλήματα και αδυναμίες, αλλά και τα δυνητικά πλεονεκτήματα της Ελληνικής γεωργίας. Η καταγραφή τους ανέδειξε ως σημαντικότερα τον (την):

  1. Κατακερματισμός αγροτικού κλήρου: Το 77,3% των αγροτιών εκμεταλλεύσεων είναι μικρότερες των 5 εκταρίων, ενώ μόνο το 36% της αγροτικής γης ανήκει σε κατ’ επάγγελμα αγρότες. Το υπόλοιπο ανήκει σε έναν ετερόκλητο πληθυσμό που απαρτίζεται από συνταξιούχους, επαγγελματίες, μετανάστες (εσωτερικού, εξωτερικού), Δημόσιο και Εκκλησία.
  2. Ηλικιακή γήρανση των γεωργών: Το 61% των ηγετών των αγροτικών εκμεταλλεύσεων είναι άνω των 55 ετών. Βασική αιτία της μη ανανέωσης του πληθυσμού που εντάσσεται στον πρωτογενή τομέα αποδίδεται στην κοινωνική υποβάθμιση της θέσης και του κύρους των αγροτών.
  3. Αλλαγή χαρακτήρα της αγροτικής εργασίας: Ο χαρακτήρας της σύγχρονης αγροτικής εκμετάλλευσης έχει μεταλλαχθεί από οικογενειακή σε επιχειρηματική. Για να είναι σε θέση να ανταποκριθούν οι αγρότες στο νέο ρόλο του αγρότη-επιχειρηματία θα πρέπει να έχουν την κατάλληλη κατάρτιση και εμπειρία, καθώς και γνώσεις εμπορίας-marketing για την εμπορία-προώθηση των παραγόμενων προϊόντων. Επιπλέον, η απασχόληση στο σύγχρονο πρωτογενή τομέα πλέον απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις για τη χρήση του νέου τεχνολογικού εξοπλισμού. Τέλος, είναι γνωστό ότι η μεγάλη πλειοψηφία των εργατών γης δεν είναι εκπαιδευμένοι, ενώ σε ένα ικανό ποσοστό δεν διαθέτει το μορφωτικό υπόβαθρο για να ενσωματώσει τις νέες αυτές γνώσεις και τεχνολογίες. Έτσι, διαπιστώνεται ως μια σημαντική τροχοπέδη το ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό εκπαίδευσης του αγροτικού δυναμικού, αφού μόνον το 6,8% του συνόλου των αγροτών έχει λάβει πλήρη αγροτική κατάρτιση, σε σύγκριση με το μ.ο. της ΕΕ=24,2%.
  4. Αγροτική βιοποικιλότητα: Είναι αξιοσημείωτο ότι το μέγιστο μέρος της πλούσιας Ελληνικής βιοποικιλότητας δεν έχει ακόμα εγγραφεί στον εθνικό κατάλογο ποικιλιών των καλλιεργούμενων ειδών, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η αξιοποίησή της. Σήμερα, η ελληνική γεωργία βασίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στη χρήση εισαγόμενου πολλαπλασιαστικού υλικού.
  5. Κλιματική αλλαγή: Επιφέρει απροσδόκητα, μεγάλης έντασης και μικρής διάρκειας έντονα τοπικά φαινόμενα, με ιδιαίτερα καταστροφικές συνέπειες για την αγροτική δραστηριότητα. Η Ελλάδα περιλαμβάνεται στις περιοχές που θα επηρεασθούν σημαντικά από την κλιματική αλλαγή, με αύξηση της θερμοκρασίας, τη μείωση των βροχοπτώσεων κλπ, με αποτέλεσμα την άμεση ανάγκη λήψης μέτρων.

Ως επιπλέον προκλήσεις μπορούν να θεωρηθούν:

  • η υψηλή εξάρτηση από τις επιδοτήσεις, οι οποίες ανέρχονται στο 54% του μέσου όρου του γεωργικού εισοδήματος
  • η περιορισμένη ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών,
  • ο γερασμένος στόλος των αγροτικών μηχανημάτων

Μαζί με την καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης, ο σχεδιασμός νέων αναπτυξιακών πολιτικών για τη συγκρότηση μιας βιώσιμης και αειφόρου προοπτικής εκτός των πολιτικών ενσωμάτωσης σύγχρονων πρακτικών, καινοτομιών και ψηφιακών δυνατοτήτων, θα πρέπει να περιλαμβάνει και δράσεις για τη(ν)

  • αξιοποίηση ορισμένων παραδοσιακών πλεονεκτημάτων όπως η πλούσια βιοποικιλότητα, η μακραίωνη παράδοση και η ιδιαιτερότητα των προϊόντων,
  • διατήρηση του περιβάλλοντος, και
  • αναγνώριση της γεωργίας ως μιας δραστηριότητας με ισχυρά κοινωνικά ερείσματα που τη διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας

Τέλος, σημαντική είναι η αποδοχή της προοπτικής ότι το μέλλον της ελληνικής γεωργίας είναι πλέον συνδεδεμένο με την ΚΑΠ, η οποία έχει και αυτή εξελιχθεί ώστε να προσαρμοσθεί στις σύγχρονες προκλήσεις και να ανταποκριθεί στα ζητούμενα της σύγχρονης κοινωνίας από τον πρωτογενή τομέα.Έτσι, ο μελλοντικός ορίζοντας της γεωργίας στην Ελλάδα θα πρέπει πλέον να δομείται ως αντικείμενο συγκερασμού των προδιαγραφών της ΚΑΠ με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής γεωργίας και τις παραδοσιακές πρακτικές και αντιλήψεις που έχουν βαθιές ρίζες στον ελληνικό αγροτικό τομέα.

Με βάση τη λογική αυτή, θα πρέπει να αναληφθούν δράσεις για τη(ν):

  1. Δημιουργία νέων μορφών συνεργατικών σχημάτων: Θα συμβάλλει στην απάλειψη χρόνιων αδυναμιών που σχετίζονται με
    • τον κατακερματισμένο κλήρο, με την ενθάρρυνση της σύμπραξης ετερόκλητων ομάδων ιδιοκτητών. Στόχος η επίτευξη οικονομιών κλίμακας σε εισροές, μηχανολογικό εξοπλισμό, παραγωγικά μέσα κ.λπ., αλλά και η διάδοση και ενδυνάμωση του θεσμού της «Συμβολαιακής Γεωργίας»,
    • τη μεγέθυνση του όγκου της παραγωγής, με στόχο την καλύτερη διαχείριση, πιστοποίηση, ανάδειξη και εμπορία των παραγόμενων προϊόντων, αλλά και την πρόσβαση σε φτηνότερα και πιο ευέλικτα χρηματοοικονομικά μέσα.
  2. Αναβάθμιση του κοινωνικού ρόλου των αγροτών και την ηλικιακή ανανέωση: Η προσπάθεια ηλικιακής ανανέωσης του αγροτικού πληθυσμού είναι αλληλένδετη με την αυξημένη επιλογή της γεωργίας ως τομέα απασχόλησης των νέων. Για τη βελτίωση του δείκτη θα πρέπει να εφαρμοσθούν πολιτικές που θα στοχεύουν στην αναβάθμιση του κοινωνικού ρόλου των αγροτών, την αύξηση της προσδοκώμενης προσόδου και την καθιέρωση του ρόλου αγρότη-επιχειρηματία.
  3. Εκπαίδευση-κατάρτιση όσων εντάσσονται στον πρωτογενή τομέα: Η ένταξη στο σύγχρονο πρωτογενή τομέα προϋποθέτει ικανότητα αφομοίωσης των νέων εξελίξεων της τεχνολογίας και αντικειμένων από τους ενεργούς αγρότες που θα τους βοηθήσουν να ανταποκριθούν στον αναβαθμισμένο ρόλο του αγρότη-επιχειρηματία. Για το σκοπό αυτό, τα προγράμματα κατάρτισης θα πρέπει να αναπροσαρμοσθούν για να καλύπτουν σύγχρονους τομείς της αγροτικής παραγωγής, όπως η γεωργία ακριβείας για την αποδοτικότερη αξιοποίηση των φυσικών πόρων, το πράσινο πιστοποιητικό για την ενσωμάτωση φιλοπεριβαλλοντικών αειφόρων πρακτικών στις αγροτικές εκμεταλλεύσεις, η ορθολογική χρήση των φυτοπροστατευτικών μέσων κλπ. Σημαντικός παράγοντας για την επιτυχία των καταρτίσεων αυτών είναι η υλοποίηση ενός μεγάλου μέρους της στο πεδίο.

Για τους εργάτες γης θα πρέπει να δημιουργηθούν εξειδικευμένα προγράμματα, ανάλογα με τον παραγωγικό κλάδο στον οποίον έχουν ενταχθεί. Τέλος, για την επιτυχία του θεσμού των γεωργικών συμβούλων είναι ουσιώδης η συνεχής ενημέρωσή τους για τις νέες κατευθύνσεις και τους κανονισμούς της Ε.Ε., τις τεχνολογικές καινοτομίες, καθώς και τα οικονομικά στοιχεία για τη χρηματοδότηση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων ή τη ζήτηση, τις εμπορικές προοπτικές και τις διαδικασίες προώθησης των αγροτικών προϊόντων.

  1. Καταγραφή-αξιοποίηση αγροτικής βιοποικιλότητας και η δημιουργία γηγενούς πολλαπλασιαστικού υλικού: Η διαδικασία εντοπισμού, περιγραφής και εγγραφής των ποικιλιών στον εθνικό και ευρωπαϊκό κατάλογο καλλιεργούμενων ειδών αποτελεί την απαρχή για την παραγωγή πιστοποιημένου πολλαπλασιαστικού υλικού για να τερματιστεί η πολύτιμων γενετικών πόρων και να θωρακιστεί η χώρα από την εισαγωγή φυτοπαθογόνων καραντίνας. Η βελτίωση του εγχώριου φυτικού υλικού αποτελεί μια σημαντική αναπτυξιακή πρόκληση, αφού θα προσφέρει στην ελληνική γεωργία ανθεκτικότερο πολλαπλασιαστικό υλικό, με αυξημένη παραγωγικότητα και προσαρμογή στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της χώρας, θα μειώσει την εξάρτηση από το εισαγόμενο υλικό και θα εξοικονομήσει το συνάλλαγμα που απαιτείται για την εισαγωγή του.
  2. Παραγωγή, πιστοποίηση και εμπορία προϊόντων με υψηλή προστιθέμενη αξία: Τα εγγενή χαρακτηριστικά της ελληνικής γεωργίας (πολυποίκιλες εδαφοκλιματικές συνθήκες, ιδιαίτερη βιοποικιλότητα και περιορισμένες εκτάσεις), σε συνδυασμό με τη μακραίωνη ιστορία, τη μοναδική παράδοση και τις σημαντικές ιδιαιτερότητες των ελληνικών αγροτικών προϊόντων και τροφίμων, υποδεικνύουν ως μονόδρομο την υιοθέτηση της στροφής προς την ποιότητα και την καινοτομία. Στόχος είναι η παραγωγή και εμπορία ποιοτικών προϊόντων και τροφίμων με υψηλή προστιθέμενη αξία που θα είναι πιστοποιημένα με τα κατάλληλα ευρωπαϊκά σήματα ποιότητας και γεωγραφικής προέλευσης (ΠΟΠ, ΠΓΕ, ΕΠΙΠ). Η δράση αυτή θα προσδώσει στα παραδοσιακά μας προϊόντα μια ευρεία αναγνωρισιμότητα και τα μετατρέψει από αγροτικά προϊόντα-τρόφιμα σε επιχειρηματικά προϊόντα. Αντίστοιχα θα πρέπει να αναπτυχθούν-επεκταθούν και τα εθνικά σήματα ποιότητας, με προδιαγραφές που να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες τάσεις των καταναλωτών για ασφαλή και υγιεινά τρόφιμα και διαδικασίες παραγωγής στις οποίες δεν θα χρησιμοποιούνται φυτοφάρμακα, ορμόνες, αντιβιοτικά και γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί. Τέλος, είναι άμεση ανάγκη να αξιοποιηθούν παραδοσιακά πλεονεκτήματα της χώρας όπως για παράδειγμα οι περιοχές που εντάσσονται στο Δίκτυο Natura 2000 (το 21% της Ελληνικής επικράτειας) οι οποίες θα πρέπει να αξιοποιηθούν για την παραγωγή φυσικών, υψηλής ποιότητας προϊόντων. Αντίστοιχα, θα πρέπει να αξιοποιηθούν παραδοσιακές αγροτικές πρακτικές -όπως η εκτατική κτηνοτροφία- για την παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας που προτιμούν οι σύγχρονοι καταναλωτές.
  3. Κλιματική κρίση: Οι βασικές πολιτικές αντιμετώπισης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής θα πρέπει να σχετίζονται με τον (την)
    • μετριασμό του φαινομένου, μέσω μείωσης των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, τον εξορθολογισμό της αλυσίδας εισροών, τη χρήση εναλλακτικών μορφών ενέργειας και την αντικατάσταση/βελτίωση του μηχανολογικού εξοπλισμού
    • εγκατάσταση συστημάτων έγκαιρης ενημέρωσης, το σχεδιασμό/λήψη αναδιαρθρωτικών μέτρων με δημιουργία ζωνών αποκλεισμού ή εφικτής καλλιέργειας (ανάλογα με το φυτό, την ποικιλία και τις εδαφοκλιματικές συνθήκες), αλλά και την εισαγωγή νέων καλλιεργειών που συνάδουν με τις νέες κλιματικές συνθήκες,
  4. Αποτύπωμα άνθρακα: Ο προσδιορισμός του ισοζυγίου της δέσμευσης του άνθρακα από τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις, με βασικό μοχλό τις πολυετείς δενδρώδεις καλλιέργειες και στη συνέχεια η πώληση των δικαιωμάτων διοξειδίου του άνθρακα στην εθελοντική αγορά ρύπων αναμένεται να προσφέρει ένα σημαντικό επιπλέον εισόδημα στους αγρότες του τομέα. Παράλληλα θα δράσει ως κίνητρο για να διατηρήσουν τις εκμεταλλεύσεις-φυτείες τους ή/και να τις αυξήσουν.
  5. Υιοθέτηση αρχών της κυκλικής οικονομίας: Τα παραπροϊόντα των αγροτοβιομηχανικών διεργασιών παράγονται σε συγκεκριμένη εποχή και τόπο, σε μεγάλες ποσότητες και σταθερό περιεχόμενο που είναι πλούσιο σε φυσικά προϊόντα. Έτσι, αποτελούν μια σημαντική πρώτη ύλη για την ανάπτυξη βιοδιυλιστηρίων για την παραγωγή τροφίμων, ζωοτροφών, χημικών προϊόντων, υλικών και βιοκαυσίμων με φιλικές προς το περιβάλλον διαδικασίες. Επιπλέον, τα αγροτοβιομηχανικά παραπροϊόντα εμπεριέχουν δευτερογενείς μεταβολίτες, μια κατηγορία ιδιαίτερα βιοενεργών μορίων με σημαντικές αντιοξειδωτικές, αντιμικροβιακές, αντικαρκινικές και καρδιο-προστατευτικές ιδιότητες και υψηλή προστιθέμενη αξία. Η ανάκτησή τους ως καθαρά μόρια ή εκχυλίσματα αποτελεί μια ιδιαιτέρως επικερδή διαδικασία και βάση για την παραγωγή φυσικών, μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων, καλλυντικών, διατροφικών συμπληρωμάτων, προσθέτων τροφίμων κλπ.
  6. Δημιουργία νέων χρηματοδοτικών εργαλείων: Στόχος η ορθολογικότερη χρηματοδότηση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, με την παροχή εγγυημένων δανείων σε επαγγελματίες αγρότες μέσω νέων χρηματοδοτικών εργαλείων, για  την ενίσχυση της εισόδου νέων αγροτών με αγορά αγροτικής γης και μηχανολογικού εξοπλισμού. Τέλος, είναι σημαντική η μετεξέλιξη και διάδοση του χρηματοδοτικού εργαλείου της «Συμβολαιακής Γεωργίας» για την υιοθέτηση των ζητούμενων της νέας ΚΑΠ, σε τομείς όπως η υιοθέτηση της γεωργίας ακρίβειας.
  7. Ψηφιοποίηση της γεωργίας: Εκτός των εφαρμογών της ψηφιακής τεχνολογίας που εντάσσονται στις επιμέρους πολιτικές, απαραίτητη είναι η δημιουργία ενός ολοκληρωμένου πληροφοριακού συστήματος που θα προσφέρει στους αγρότες σε πραγματικό χρόνο αξιολογημένα βιώσιμες λύσεις για μια σειρά από απρόβλεπτα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίσουν στη διάρκεια της καλλιέργειας. Το ψηφιακό αυτό σύστημα, ως μια εξατομικευμένη πλατφόρμα παροχής υπηρεσιών, θα μπορούσε να συμβάλλει αποφασιστικά στη μεγιστοποίηση των στρεμματικών αποδόσεων, τη μείωση του περιβαλλοντικού και οικονομικού κόστους της εκμετάλλευσης, την εξυπηρέτηση των απαιτήσεων ασφάλειας και ποιότητας των αγροτικών προϊόντων αλλά και την υιοθέτηση επιθετικών στρατηγικών προώθησης και εμπορίας.
  8. Διασύνδεση με τον τουρισμό: Ο πολυλειτουργικός χαρακτήρας της γεωργίας θα πρέπει οπωσδήποτε να αναδειχθεί συνδυαζόμενος με τον τουριστικό χαρακτήρα της χώρας με τους 32 εκατομμύρια επισκέπτες. Η διασύνδεση αυτή μπορεί να γίνει σε δύο επίπεδα. Το πρώτο αφορά το αγροτικό τοπίο και τη σημαντική συμβολή του στη διαμόρφωση του τουριστικού προϊόντος. Το δεύτερο αναφέρεται στην εμπλοκή των αγροτικών προϊόντων στην τοπική παραδοσιακή γαστρονομία, με την ανάδειξη της ιστορίας, των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και των ωφελειών που παρέχουν για την υγεία. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται μια σταθερή σύνδεση μεταξύ τοπίου, προϊόντων διατροφής και γαστρονομίας που προβάλλεται στον επισκέπτη και τον μετατρέπει σε πελάτη. Απαραίτητη προϋπόθεση επιτυχίας της στρατηγικής αυτής είναι: α) η ανάπτυξη σημάτων πιστοποίησης της ποιότητας των προϊόντων αυτών, και β) η δημιουργία ηλεκτρονικών καταστημάτων μέσω των οποίων οι επισκέπτες θα έχουν πρόσβαση στα προϊόντα αυτά και όταν επιστρέψουν στις χώρες τους.

Στις παραπάνω γραμμές έγινε προσπάθεια να παρατεθούν τα δεδομένα που σχετίζονται με τον πρωτογενή τομέα και το ρόλο του στις επανειλημμένες οικονομικές κρίσεις που αντιμετώπισε η χώρα, ως σταθερού υπόβαθρου για να ξεπερασθούν οι δυσκολίες και η χώρα να εισέλθει στον επόμενο αναπτυξιακό κύκλο. Αντίστοιχο ρόλο επιφυλάσσει η ιστορία και για τη σύγχρονη ελληνική γεωργία στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας της οικονομίας να ανταποκριθεί στην τεχνολογική επανάσταση και να εισέλθει στην ψηφιακή εποχή. Ο πρωτογενής τομέας της χώρας έχοντας πλέον διδαχθεί από τις επιτυχίες και αποτυχίες του παρελθόντος θα πρέπει να αφομοιώσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που δημιουργήθηκαν στο διάβα των αιώνων και με τη χρηματοδοτική συνεισφορά της ΚΑΠ και του Ταμείου Ανάκαμψης να ατενίσει με αισιοδοξία το μέλλον.

Οι θέσεις που διατυπώνονται στο παρόν άρθρο αποτελούν προσωπικές απόψεις του συγγραφέα και δεν προωθούν θέσεις ή απόψεις του ΥΠΑΑΤ.