Σουλτάνα Μαρία Βαλαμώτη
Το σκόρδο είναι γνωστό από αρχαιολογικούς οικισμούς της Μεσογείου, ωστόσο τα άμεσα κατάλοιπά του με τη μορφή σκελίδων ή κεφαλών σκόρδου είναι σπάνια, καθώς δύσκολα μπορεί να διατηρηθούν στις αρχαιολογικές αποθέσεις. Παρά τη δυσκολία διατήρησης και αναγνώρισης στο αρχαιολογικό αρχείο, κατάλοιπα σκόρδου συναντάμε στην προϊστορική Ελλάδα κατά την Εποχή του Χαλκού. Η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε μέσα σε ένα δωμάτιο, στον προϊστορικό οικισμό Τσούγκιζα, κοντά στη Νεμέα, 21 απανθρακωμένες σκελίδες σκόρδου, χρονολογημένες περίπου στα 1500 π.Χ., δηλαδή στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Λίγο παλαιότερες είναι τρεις σκελίδες σκόρδου που βρέθηκαν στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης, μέσα σε ένα αγγείο. Απανθρακωμένα σκόρδα έχουν βρεθεί και σε ταφές του 4ου αιώνα π.Χ. στη Θάσο, ως κτερίσματα, πιθανόν για λόγους προστασίας.

Εικόνα 1. Κεφάλι και σκελίδες σκόρδου, αγορά Καλαμάτας, Αύγουστος 2025. Φωτογραφία Σ.Μ.Βαλαμώτη.
Με βάση τις γλωσσολογικές ενδείξεις, φαίνεται ότι το σκόρδο ήταν εισηγμένο είδος με προέλευση από την Ανατολή. Οι κοινές ονομασίες για το σκόρδο στην αρχαιότητα ήταν ίδιες σχεδόν με τη σημερινή της Νέας Ελληνικής: «σκόρδον» και, πολύ συχνότερα, «σκόροδον». Τις δύο αυτές λέξεις τις συναντούμε σε αρχαία ελληνικά κείμενα των ιστορικών χρόνων, από τον 5ο αι. π.Χ. κι έπειτα. Παράλληλα όμως, κατά την ίδια περίοδο, απαντούν και οι λέξεις ἄγλις και γέλγις , που σημαίνουν «κεφάλι από σκόρδο» ή «σκελίδες σκόρδου». Οι δύο αυτές λέξεις θεωρούνται Ακκαδικής προέλευσης και συνιστούν επιβιώσεις στην αρχαία ελληνική γλώσσα κάποιων πολύ αρχαιότερων όρων από ένα γενικά άγνωστο σε εμάς γλωσσικό υπόστρωμα. Η Ακκαδική ήταν η συνήθης γλώσσα της διοίκησης και των διεθνών σχέσεων στην Εγγύς Ανατολή από το 1500 ως το 500 π.Χ., επομένως η εξ ανατολών καταγωγή των λέξεων ἄγλις και γέλγις ενισχύουν την ξενική προέλευση των σκόρδων στην περιοχή του Αιγαίου και της Ελλάδας. Με βάση τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα μπορούμε να υποθέσουμε ότι η εισαγωγή των σκόρδων στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε το αργότερο κατά τη 2η χιλιετία π.Χ., στο πλαίσιο των δικτύων επαφών και εμπορικών ανταλλαγών που συνέδεαν την Ελλάδα και το Αιγαίο με τους πολιτισμούς της Ανατολικής Μεσογείου, της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής κατά την Εποχή του Χαλκού, ιδίως κατά τη μυκηναϊκή περίοδο.
Οι αναφορές στο σκόρδο στα αρχαία ελληνικά κείμενα αφθονούν. Τον 5ο αιώνα π.Χ. συναντάμε τη λέξη σε ένα απόσπασμα του Σοφοκλή ενώ αναφορές σε αυτό βρίσκουμε και στον αρχαίο ιστορικό Ηρόδοτο. Αναφορές στο σκόρδο συναντάμε στις τεχνικές πραγματείες που δίνουν πληροφορίες για τη μορφολογία και την καλλιέργεια των σκόρδων, στο έργο του Θεόφραστου (4ος -3ος αιώνας π.Χ.) Περί φυτών Ιστορίας και Περί φυτών αιτιών. Εκτός από τις αναφορές αυτές, το σκόρδο έχει μία εξαιρετικά συχνή παρουσία στην αρχαία κωμωδία όπως για παράδειγμα στις κωμωδίες του Αριστοφάνη (5ος-4ος αιώνας π.Χ.). Αυτές οι αναφορές στο σκόρδο στην κωμική ποίηση δείχνουν ότι το σκόρδο ήταν κοινό και αγαπητό τρόφιμο, ιδιαίτερα προσιτό στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Πολλές είναι και οι αναφορές στα ιατρικά κείμενα της αρχαιότητας όπου τα σκόρδα απαντούν σε πλήθος οδηγιών είτε ως κατάλληλα είτε ως απαγορευμένα για διάφορες ασθένειες, όπως για παράδειγμα στα ιπποκρατικά κείμενα (5ος-4ος αιώνας π.Χ.) , στο έργο του Διοσκουρίδη Περί ύλης ιατρικής (1ος αιώνας μ.Χ.) καθώς και στο έργο του Γαληνού (2ος αιώνας μ.Χ.), Σήμερα τα σκόρδα στην Ελλάδα εξακολουθούν να καλλιεργούνται σε πολλά μέρη, με τοπικές ποικιλίες να αναδεικνύονται από την κατά τόπους επιχειρηματική δραστηριότητα στον τομέα της αγροδιατροφής όπως είναι τα σκόρδα Βύσσας της Θράκης, τα σκόρδα Πλατυκάμπου στη Θεσσαλία, τα σκόρδα της Τρίπολης κ.ά. Τα σκόρδα σήμερα παραμένουν ένα αγαπητό συστατικό πολλών συνταγών αλλά και το κύριο συστατικό της σκορδαλιάς που τη συναντάμε σε πολλές παραλλαγές σε διάφορες τοπικές κουζίνες της χώρας.





