Η μεσογειακή διατροφή και η μοναστηριακή διατροφή της ελληνικής Ορθόδοξης εκκλησίας, αποτελούν δύο παραδοσιακές δίαιτες που επικεντρώνονται στην κατανάλωση φυσικών, υγιεινών τροφίμων. Παρά τις κοινές αρχές τους, υπάρχουν και διαφορές λόγω των διαφορετικών πολιτιστικών και γεωγραφικών επιρροών.
Η μεσογειακή διατροφή συνδυάζει τις γαστρονομικές παραδόσεις διαφορετικών λαών, ενώ η μοναστηριακή διατροφή, που συνήθως αναφέρεται σε αυτή του Αγίου Όρους, ακολουθεί τους αυστηρούς θρησκευτικούς κανόνες και τις διατροφικές πρακτικές του μοναστικού βίου.
Η πρώτη κοινή συνιστώσα μεταξύ των δύο διατροφικών συστημάτων είναι η βάση τους στα φρέσκα, φυσικά προϊόντα εποχής. Και η μεσογειακή και η μοναστηριακή διατροφή, δίνουν έμφαση στην κατανάλωση λαχανικών, φρούτων, δημητριακών και οσπρίων, τα οποία είναι πλούσια σε θρεπτικά συστατικά και φυτικές ίνες. Το ελαιόλαδο αποτελεί σημαντικό στοιχείο και στις δύο διατροφές οι οποίες είναι συνήθως φτωχές σε επεξεργασμένα τρόφιμα και κρέας, προτιμώντας την κατανάλωση ψαριών και θαλασσινών, ενώ και στις δύο περιπτώσεις, η διατροφή είναι πλούσια σε αντιοξειδωτικά και άλλα θρεπτικά συστατικά που προάγουν την καλή υγεία και μακροχρόνια ευημερία.
Σημαντική διαφορά μεταξύ της μεσογειακής και της μοναστηριακής διατροφής έγκειται στην πολιτιστική και θρησκευτική τους διάσταση. Η μεσογειακή διατροφή έχει εξελιχθεί μέσα από την κουλτούρα των λαών της Μεσογείου, επηρεασμένη από ποικιλία παραδόσεων και μαγειρικών τεχνικών. Περιλαμβάνει επίσης μια ευρύτερη γκάμα τροφίμων, ανάλογα με την περιοχή. Τα κρέατα καταναλώνονται με μέτρο, με συχνές αναφορές σε αιγοπρόβειο κρέας. Αντίθετα, στη μοναστηριακή διατροφή, λόγω των αυστηρών μοναστικών κανόνων και των μεγάλων περιόδων νηστείας, το κρέας αποφεύγεται σε πολύ μεγάλο βαθμό και οι μοναχοί περιορίζονται στην κατανάλωση θαλασσινών και ψαριών και πάλι μόνο σε συγκεκριμένες περιόδους. Επιπλέον, στη μεσογειακή διατροφή, η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων είναι πιο συχνή και περιλαμβάνει πιάτα όπως η φέτα και το γιαούρτι. Αντίθετα, στην μοναστηριακή διατροφή λόγω των περιορισμών της νηστείας, οι μοναχοί καταναλώνουν ελάχιστα γαλακτοκομικά προϊόντα, αντικαθιστώντας τα με τροφές που συνάδουν με τους κανόνες της αποχής.
Διαφορά υπάρχει ακόμη και στον αριθμό γευμάτων που ακολουθεί η κάθε διατροφή. Η μεσογειακή διατροφή προτείνει την κατανάλωση 5 γευμάτων ημερησίως, ενώ στη μοναστηριακή διατροφή επιτρέπονται αυστηρά μόνο 2 γεύματα την ημέρα.
Πάντως και οι δύο διατροφές έχουν κοινούς στόχους, όπως την προώθηση της υγείας και την κατανάλωση φυσικών και αγνών προϊόντων. Ωστόσο, διαφέρουν στην πολιτιστική τους προέλευση, στις θρησκευτικές επιρροές και στους τρόπους κατανάλωσης, με τη μεσογειακή διατροφή να είναι πιο ευέλικτη, συνδεδεμένη με τη φιλοξενία και τη μοναστηριακή να χαρακτηρίζεται από αυστηρούς περιορισμούς και πνευματική αναζήτηση. Η πρώτη συνδυάζει την κοινωνικότητα με τη γαστρονομία, ενώ η δεύτερη επικεντρώνεται στην πνευματικότητα και τη μοναστική ζωή. Και οι δύο όμως αποδεικνύονται εξαιρετικά θρεπτικές και ενδυναμώνουν την αξία της παράδοσης και του υγιεινού τρόπου ζωής.