Η καλλιέργεια της αμπέλου στην Ελλάδα χρονολογείται από τη 2η χιλιετία π.Χ., με αρχαιολογικές αποδείξεις για την παραγωγή κρασιού στα μυκηναϊκά χρόνια. Ωστόσο, οι σημαντικότερες καταγραφές για το κρασί προέρχονται από την κλασική περίοδο, όταν το κρασί είχε καθιερωθεί ως μέρος της πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής.

Το κρασί ήταν άμεσα συνδεδεμένο με τη θρησκευτική ζωή. Ο θεός Διόνυσος, θεός και προστάτης του κρασιού και της αμπέλου, της χαράς και του θεάτρου, λατρευόταν από τους αρχαίους Έλληνες ενώ οι Διονυσιακοί αγώνες ήταν μεγάλες γιορτές με χορούς, θεατρικές παραστάσεις και εορτασμούς, όπου το κρασί είχε κεντρικό ρόλο. Η παραγωγή του, η κατανάλωση του και η σύνδεση του με τις θρησκευτικές τελετές, τις εορτές και τα συμπόσια, έκαναν το κρασί όχι μόνο ένα βασικό στοιχείο της διατροφής, αλλά και ένα μέσο για την κοινωνική αλληλεπίδραση και τη φιλοξενία.

Μερικές χιλιετίες μετά, οι Έλληνες μπορεί να μην δοξάζουν πια τον θεό Διόνυσο, αλλά το κρασί έχει πρωταγωνιστική θέση στα τραπέζια τους ενώ έχει βρει και το δρόμο για τις διεθνείς αγορές. Το ελληνικό κρασί κερδίζει πια διεθνή αναγνώριση για την ποιότητά του και οι Έλληνες παραγωγοί αναβίωσαν ξεχασμένες ποικιλίες ή δημιούργησαν νέες και εφάρμοσαν τεχνικές οινοποίησης συνδυάζοντας την παράδοσημε τις σύγχρονες μεθόδους. Σήμερα, η Ελλάδα είναι ένας από τους κορυφαίους παραγωγούς κρασιού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και το κρασί αποτελεί σημαντικό μέρος της τουριστικής βιομηχανίας.

Πλήθος τοπικών ποικιλιών σταφυλιώνπου χαρακτηρίζονται από την πολυμορφία και την αντίσταση στις καιρικές συνθήκες, καλλιεργούνται σήμερα σε διάφορες περιοχές της χώρας οι οποίες διαθέτουν μοναδικά μικροκλίματα και εδάφη. Ορισμένες ποικιλίες είναι αρχαίες και έχουν ενσωματωθεί στην ιστορία της χώρας, ενώ άλλες αναπτύχθηκαν πιο πρόσφατα.

Η Κρήτη διαθέτει μία μεγάλη γκάμα τοπικών ποικιλιών, οι οποίες συνδυάζουν την πλούσια πολιτιστική κληρονομιάτου νησιού με τις μοναδικές κλιματολογικές και εδαφικές συνθήκες του. Από το Κοτσιφάλι και το Βιδιανόμέχρι το Λιάτικοκαι το Θραψαθήρι, τα κρασιά της Κρήτης είναι εξαιρετικά, με ποικιλία γεύσεων και αρωμάτων που εκφράζουν την αυθεντικότητα του νησιού.

Ανεβαίνοντας λίγο πιο πάνω, αλλά παραμένοντας σε ένα νησιωτικό ηφαιστιογενές έδαφος, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στα κρασιά της Σαντορίνης, που ήταν εκείνα που συνέβαλαν όσο κανένα άλλο στο να ακουστεί ο ελληνικός αμπελώνας στο εξωτερικό. Εδώ συναντάμε το γλυκό κρασί vinsanto, το ασύρτικο αλλά και το βιολογικής καλλιέργειες αθήρι.

Στην Πελοπόννησο ξεχωρίζουν τα κρασιά της Νεμέας, αλλά συναντάμε πολλές αξιόλογες ποικιλίες όπως είναι το μοσχοφίλερο, η κυδωνίτσα, ο ροδίτης και η ξακουστή μαυροδάφνη.

Φτάνοντας στη Βόρεια Ελλάδα, η Νάουσα φημίζεται για το ξινόμαυρο με την υψηλή οξύτητα και τις έντονες τανίνες, το Κιλκίς για τη γουμένισσα και τη νεγκόσκα, δύο κρασιά που τα τελευταία χρόνια αποκτούν ολοένα και περισσότερους θαυμαστές, ενώ στον Τύρναβο έχουν τελειοποιήσει την ροζέ εκδοχή της ποικιλίας λημνιώνα.

Αυτά είναι μερικά μόνο από τα κρασιά που παράγει η Ελλάδα, η οποία φημίζεται επίσης για τα αποστάγματά της, με γνωστότερο όλων το ούζο, ένα απόσταγμα αποκλειστικά ελληνικό. Παράγεται στο νησί της Λέσβου και το άρωμα του γλυκάνισου δεν μπορεί παρά να σε μαγέψει.

Παραμένοντας στα νησιά του βορείου Αιγαίου, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στο λικέρ από Μαστίχα Χίου, το οποίο παράγεται με παραδοσιακό τρόπο, αποκλειστικά στο νησί της Χίου. Φυσικά, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, δεν λείπει από το τραπέζι το τσίπουρο, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ελληνική φιλοξενία και διασκέδαση, με γνωστότερο όλων, το τσίπουρο Τυρνάβου. Αξιοσημείωτο απόσταγμα θεωρείται και η κρητική τσικουδιά, ένα ποτό που συνδέεται άρρηκτα με την κρητική φιλοξενία. Συχνά προσφέρεται στους επισκέπτες ως ένδειξη φιλίας και καλωσορίσματος, ενώ είναι επίσης πολύ δημοφιλές σε διάφορες γιορτές και οικογενειακές συγκεντρώσεις. Σε πολλές περιοχές της Κρήτης, μάλιστα, η παρασκευή και η απόσταξη τσικουδιάς αποτελεί μια παραδοσιακή οικογενειακή δραστηριότητα που περνά από γενιά σε γενιά.