Σουλτάνα-Μαρία Βαλαμώτη
Η κρανιά αποτελεί μέρος της αυτοφυούς βλάστησης της Ελλάδας και της Ευρώπης. Αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα της κρανιάς είναι γνωστά από την αρχή ήδη της Νεολιθικής εποχής όπως δηλώνουν απανθρακωμένα κουκούτσια κρανιάς που έχουν βρεθεί στη θέση Μαυροπηγή-Φυλλοτσαΐρι της Δυτικής Μακεδονίας, χρονολογημένα στη μέση περίπου της 7ης χιλιετίας π.Χ. Τα ευρήματα των κράνων σε αρχαιολογικές ανασκαφές είναι αριθμητικά περιορισμένα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν τα συνέλεγαν οι προϊστορικοί άνθρωποι. Μία πλούσια συγκέντρωση κράνων στον λιμναίο οικισμό των Αναργύρων στην περιοχή των τεσσάρων λιμνών στη Φλώρινα που διατηρήθηκαν λόγω του υδατοκορεσμού, δείχνει ότι οι προϊστορικοί κάτοικοι της Μακεδονίας γνώριζαν και συνέλεγαν συστηματικά τους καρπούς της κρανιάς.
Η αρχαία λέξη για την κρανιά, κράν(ε)ια, είναι σχεδόν η ίδια με τη σημερινή της νεοελληνικής γλώσσας. Τη συναντάμε στην αρχαιοελληνική γραμματεία ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ., στα έπη του Ομήρου. Στην Ιλιάδα γίνεται λόγος για την τανύφλοιον κράνειαν (την κρανιά με τον λείο ή λεπτό φλοιό), ενώ στην Οδύσσεια τα κράνα είναι μαζί με τα βελανίδια το φαγητό που έδωσε η Κίρκη στους συντρόφους του Οδυσσέα όταν τους μεταμόρφωσε σε χοίρους. Πολλές γραμματειακές αναφορές στην κρανιά αφορούν όπλα κατασκευασμένα από το ξύλο της, ήδη από τον Ομηρικό Ύμνο στον Ερμή, όπου γίνεται λόγος για ακόντιο (στ. 460, κρανέϊνον ἀκόντιον). Στους συγγραφείς του 5ου αι. π.Χ. διαβάζουμε για τόξο από κρανιά σε απόσπασμα του Ευριπίδη (επίσης για τόξα των Λυκίων στον Ηρόδοτο) και για εκηβόλα όπλα (των Περσών, Ελληνικά, Κύρου παιδεία, αλλά και γενικά, Περί ιππικής) ή θηρευτικά όπλα (Κυνηγετικός) στον Ξενοφώντα, αφού το ξύλο της κρανιάς θεωρούνταν ιδιαίτερα ανθεκτικό, όπως εξηγεί και ο ιστορικός Κτησίας (5/4ος αι.) για τα ραβδιά από κρανιά που χρησιμοποιούσαν οι Ινδοί στο κυνήγι, τα οποία χαρακτηρίζει «πολύ ισχυρά» (κρανείας δέ ἐστι ταῦτα, ίσχυρἀ ἄγαν). Αυτό επιβεβαιώνει και ο Θεόφραστος (Περί φυτών ιστορίας), ενώ χαρακτηριστικό για την ίδια πεποίθηση είναι και το ότι ο Παυσανίας (2ος αι. μ.Χ.) στο έργο του Ελλάδος περιήγησις αναφέρει την εκδοχή ότι ο δούρειος ίππος κατασκευάστηκε από ξύλο κρανιάς που έκοψαν οι Έλληνες από το ιερό άλσος του Απόλλωνα, κάτι που προκάλεσε την οργή του θεού.

Εικόνα 1. Κράνα μαζεμένα από τον Χολομώντα, στην ευρύτερη περιοχή του χωριού Ταξιάρχης στην ορεινή Χαλκιδική, Σεπτέμβριος 2021. Φωτογραφία Σ.Μ. Βαλαμώτη
Αναφορές στον καρπό της κρανιάς μάλλον σπανίζουν στην κλασική γραμματεία και ακόμη περισσότερο με τις ονομασίες κράνον (όρος που δηλώνει και το δέντρο) και κράν(ε)ιον. Π.χ. στο χωρίο της Οδύσσειας, που προαναφέραμε, τα κράνα αναφέρονται ως «καρπόν κρανείης», ενώ στην κωμωδία, όπου συνηθίζονται οι αναφορές σε φαγώσιμα, σε ένα τέτοιο κατάλογο βρίσκουμε, συνεκδοχικά, τις κρανιές (όχι τα κράνα) μόλις στον 3ο αι. π.Χ. σε ένα απόσπασμα του Αναξανδρίδη, πράγμα που δείχνει ότι, ενώ το δέντρο και ο καρπός του ήταν ευρέως γνωστά, ο τελευταίος μάλλον δεν ήταν προσφιλής προς βρώση ή άλλες χρήσεις. Άλλωστε πενιχρές είναι οι αναφορές στην κρανιά και τα κράνα και σε ιατρικά συγγράμματα. Μόνον ο Γαληνός κατά τον 2ο αι. μ.Χ. δίνει κάπως περισσότερες πληροφορίες για τις θεραπευτικές ιδιότητές τους στο κεφάλαιο περί κρανίας στο Περί των εν τροφαίς δυνάμεων .
Ο Θεόφραστος μιλάει σε διάφορα σημεία του έργου του Περί φυτών ιστορίας για βοτανικά χαρακτηριστικά της κρανιάς, ενώ στο Περί φυτών αιτιών αναφέρει ότι η κρανιά δεν ανταποκρίνεται καλά στην εξημέρωση και ότι η γλυκύτητα των καρπών της περιορίζεται όσο περισσότερο η κρανιά ποτίζεται και λιπαίνεται.
Σήμερα τα κράνα συλλέγονται κυρίως στο πλαίσιο της οικογενειακής προετοιμασίας λικέρ ή μαρμελάδων. Τις συνταγές μπορεί κανείς να τις συναντήσει σε βιβλία που αφορούν τοπικές κουζίνες όπως του Πόντου και της Δυτικής Μακεδονίας (π.χ. Φλώρινα, Κοζάνη). Λικέρ και μαρμελάδα από κράνα μπορεί κανείς να προμηθευτεί από τοπικούς συνεταιρισμούς και οικοτεχνίες, όπως για παράδειγμα στην περιοχή της Αλμωπίας, του Βερμίου, της Πιερίας και των Σερρών στη Μακεδονία, στην Ευρυτανία στη Στερεά Ελλάδα όπως και σε περιοχές της Θράκης και της Θεσσαλίας. Τα κράνα είναι διαθέσιμα μόνο στην εποχή τους, όταν ωριμάσουν, κυρίως σε τοπικές λαϊκές αγορές, σε περιοχές όπου αφθονούν στη φύση.





