Γιοβάννα Λύκου, Οινοχόος, πιστοποιημένη Sherry Educator, εκπαιδεύτρια αποσταγμάτων και αρθρογράφος.
«Τα τελευταία χρόνια έχουν σχεδόν διπλασιαστεί τα ελληνικά οινοποιία, έχει μεγαλώσει ο αριθμός των παραγωγών και γενικότερα υπάρχει σημαντική ανάπτυξη του κρασιού από όλες τις πλευρές. Ακόμα και οι καταξιωμένοι παραγωγοί που έχουν πολλά χρόνια παρουσίας στο χώρο του κρασιού δεν επαναπαύονται στην εμπειρία τους αλλά την χρησιμοποιούν ως την βάση της εξέλιξης τους, αναπτύσσοντας την τεχνογνωσία τους. Γιατί μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα δεν πατάει σε αντίστοιχο βηματισμό οινικής κουλτούρας άλλων χωρών, όπως για παράδειγμα της Γαλλίας, γι’ αυτό και είναι απαραίτητη η εξέλιξη. Μπορεί οι περισσότεροι στην ελληνική επαρχία να είχαν ένα μικρό αμπέλι και να έκαναν παραγωγή για το οικιστικό κρασί, αλλά δεν υπήρχε η κουλτούρα και σίγουρα όχι για το εμφιαλωμένο κρασί. Παρόλα αυτά, ταυτόχρονα με την εξέλιξη των παραγωγών, έχουν αναπτυχθεί και οι γηγενείς ποικιλίες της Ελλάδας που ως χώρα έχει αρκετά πλούσια γκάμα.
Ποικιλίες στο ελληνικό portfolio της Ελλάδας που προτιμώνται και αναγνωρίζονται διεθνώς για την σπουδαιότητα τους, την αντοχή τους και την πολυμορφία τους είναι η Μαλαγουζιά, το Βιδιανό από την Κρήτη. Παράλληλα με αυτό, η ανάπτυξη των ελληνικών ετικετών συνδέεται και με τον τουρισμό και ειδικά σε περιοχές όπως η Σαντορίνη που διαθέτει ζώνη Π.Ο.Π. Έτσι, λοιπόν, όταν μια τόσο μεγάλη γκάμα εθνικοτήτων επισκέπτεται οινοποιία στη Σαντορίνη που είναι ένα μέρος που είναι από μόνο του μοναδικό λόγω υπεδάφους και μοναδικού τρόπου καλλιέργειας του κλίματος, ήταν φυσικό να δημιουργηθούν και οινοποιία που είναι πάνω από τον μέσο όρο ποιοτικά και διαθέτουν αρκετά ισχυρές ετικέτες που έχουν κάνει πλέον την Ελλάδα γνωστή σε όλο τον κόσμο. Φυσικά η ανάπτυξη του οινοτουρισμού έχει συμβάλει και στην διάδοση των ελληνικών κρασιών, καθώς πολλοί -όχι απαραίτητα οι ίδιοι οινοποιοί- οργανώνουν ταξίδια με κόσμο που έρχεται στη χώρα μας καθαρά για να γευτεί το κρασί που έχει να προσφέρει ο τόπος μας. Η Ελλάδα άλλωστε είναι γνωστό ότι έχει βγει και εκτός συνόρων με τέσσερις ποικιλίες, δυο λευκές και δυο κόκκινες. Το Ασύρτικο, ΠΟΠ Σαντορίνης, το Μοσχοφίλερο, ΠΟΠ Μαντινείας, το Αγιωργίτικο, που είναι η ποικιλία του οίνου ΠΟΠ Νεμέα και μάλιστα είναι και η μεγαλύτερη αμπελουργική ζώνη στην Ελλάδα και τέλος, το Ξινόμαυρο, το οποίο έχει την ιδιαιτερότητα ότι συμμετέχει σε πολλές ΠΟΠ ζώνες και δίνει και πολλά διαφορετικά κρασιά.
Αυτό που έχει ίσως ενδιαφέρον να πούμε, επίσης, είναι ότι το να ανήκει κάποιο προϊόν σε ζώνη ΠΟΠ νομοθετικά έχει κάποιους περιορισμούς, οι οποίοι εγγυώνται για την πολύ καλύτερη συνθήκη του προϊόντος και ως αποτέλεσμα εξασφαλίζεται και η μέγιστη ποιότητά του. Στο κρασί οι περιορισμοί αυτοί ερμηνεύονται σε επίπεδο αμπελώνων, τις οινοποιητικές εφαρμογές που μπορείς να ακολουθείς, ποιο χειρισμό μπορείς να έχεις πάνω στο αμπέλι, πόση ποσότητα μπορείς να πάρεις από το αμπέλι ανάλογα τη στρεμματική απόδοση του αμπελώνα κ.ο.κ.
Τέλος, είναι σημαντικό να πούμε ότι η λίστα των ΠΟΠ ελληνικών κρασιών δεν έχει αναθεωρηθεί τα τελευταία χρόνια και έτσι βρίσκουμε μέσα σε αυτή και λιγότερο δημοφιλείς ζώνες ΠΟΠ όπως τις Πλαγιές Μελίτωνα, ή το ΠΟΠ Μεσενικόλα από την Καρδίτσα, στην οποία υπάρχει μόνο ένας παραγωγός που βγάζει ΠΟΠ κρασί. Φυσικά, η αναθεώρηση της λίστας δεν έχει σκοπό τη μείωση των ΠΟΠ ζωνών, αλλά ένα γενικότερο retouch, και ίσως την προσθήκη νέων ΠΟΠ ζωνών.»
Οι θέσεις που διατυπώνονται στο παρόν άρθρο αποτελούν προσωπικές απόψεις του συγγραφέα και δεν προωθούν θέσεις ή απόψεις του ΥΠΑΑΤ.