Η εποχικότητα και η θρεπτική ποικιλία αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία της παραδοσιακής ελληνικής Μεσογειακής διατροφής.
Στο παρελθόν, οι περιορισμένες τεχνικές συντήρησης των τροφίμων, καθώς και η δυσκολία στη μεταφορά αγαθών οδήγησαν τους κατοίκους της Ελλάδας να τρέφονται με ό,τι ήταν διαθέσιμο κατά τη διάρκεια της εκάστοτε εποχής. Η έλλειψη προηγμένων μεθόδων συντήρησης/ αποθήκευσης τροφίμων και οι περιορισμένες δυνατότητες μεταφοράς προϊόντων σήμαινε ότι οι ελληνικές κοινωνίες βασίζονταν σε φρέσκα και τοπικά προϊόντα, τα οποία μπορούσαν να καλλιεργήσουν ή να προμηθευτούν από τη γύρω περιοχή.
Αυτό σήμαινε ότι το καλοκαίρι, για παράδειγμα, κατανάλωναν φρούτα και λαχανικά εποχής, όπως είναι οι ντομάτες, το αγγούρι, οι μελιτζάνες, τα κολοκυθάκια, τα ροδάκινα, το καρπούζι κ.α. Η επιλογή εποχικών τροφίμων αποτυπώνεται και στις κλασικές ελληνικές συνταγές που ακολουθούν και αυτές μία εποχικότητα. Για παράδειγμα, η χωριάτικη σαλάτα, τα γεμιστά και η μελιτζανοσαλάτα, πιάτα που αναδεικνύουν τα καλοκαιρινά τρόφιμα, πρωταγωνιστούσαν, και εξακολουθούν και πρωταγωνιστούν, στο διαιτολόγιο των Ελλήνων κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Αυτές οι συνταγές αξιοποιούσαν τα διαθέσιμα φρέσκα υλικά στο μέγιστο.
Η επιλογή τροφίμων με βάση την εποχή τους, διασφαλίζει την καλύτερη δυνατή γεύση και ποιότητά τους. Τα εποχικά τρόφιμα συνήθως συλλέγονται στο αποκορύφωμα της ωρίμανσης τους, γεγονός που τους προσδίδει καλύτερη γεύση και υψηλότερη θρεπτική αξία (δηλαδή περιεκτικότητα σε θρεπτικά συστατικά).
Επίσης, η επιλογή τοπικών και φρέσκων προϊόντων ενίσχυε την τοπική οικονομία και συνέβαλλε στην περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Η χρήση τοπικών και εποχιακών προϊόντων μειώνει την ανάγκη για μεταφορά τροφίμων σε μεγάλες αποστάσεις, γεγονός που συμβάλλει στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και άλλων αερίων του θερμοκηπίου που παράγονται από τα μέσα μεταφοράς.
Συν τοις άλλοις, η εποχικότητα της παραδοσιακής ελληνικής διατροφής προσδίδει ποικιλία στη διατροφή και περιορίζει τη διατροφική μονοτονία. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς οι ανάγκες μας σε θρεπτικά συστατικά διαφοροποιούνται ανάλογα με την εποχή. Για παράδειγμα, τα καλοκαιρινά φρούτα και λαχανικά όπως είναι το καρπούζι, το πεπόνι και το αγγούρι, έχουν υψηλότερη περιεκτικότητα σε νερό, συμβάλλοντας στην κάλυψη των αυξημένων αναγκών μας για ενυδάτωση τους θερμούς μήνες του καλοκαιριού. Αντίστοιχα, τα εσπεριδοειδή φρούτα που συναντάμε το χειμώνα, όπως το πορτοκάλι και το μανταρίνι, είναι πλούσια σε βιταμίνη C η οποία συμβάλει στην ενίσχυση του ανοσοποιητικού μας και στην καλύτερη προφύλαξη από τις εποχικές ιώσεις.
Συμπερασματικά, η ενσωμάτωση εποχικών τροφών στη διατροφή μας και της συνεπακόλουθης θρεπτικής ποικιλίας που προσφέρει, όπως αυτή προάγεται από την ελληνική Μεσογειακή διατροφή, έχει πολλαπλά οφέλη. Αυτή η προσέγγιση συμβάλλει στη βελτίωση των διατροφικών συνηθειών, υποστηρίζει τους τοπικούς παραγωγούς και τις τοπικές αγορές, ενώ ταυτόχρονα έχει μικρό περιβαλλοντικό αντίκτυπο, προάγοντας τόσο τη δική μας υγεία όσο και την υγεία του πλανήτη μας.